Γεφύρι Κοιλαδίου

Πληροφορίες:

  • Απόσταση από το Τσοτύλι: 17 χιλιόμετρα (22 λεπτά οδικώς)

Είναι μικρό γεφύρι στην άκρη του χωριού Κοιλάδι, πάνω στο Τσαβαλεριώτικο ρέμα (από το Τσαβαλέρ, που είναι το παλιό όνομα του χωριού). Το γεφύρι είναι μονότοξο, με ύψος 6,50 μ., πλάτος 2 μ. και μήκος περίπου 15 μ. Πατάει γερά στα βραχώδη πρανή του ρέματος, που στο σημείο εκείνο είναι απότομα και πλησιάζουν πολύ μεταξύ τους. Έχει ψηλό στηθαίο περιτείχισμα και από τις δύο πλευρές, φτιαγμένο με πλάκες βαλμένες όρθια. Το στηθαίο αργότερα καλύφθηκε με τσιμέντο κι’ έτσι διατηρήθηκε και δεν καταστράφηκε από τη φθορά του χρόνου, όπως συνέβη σ’ άλλα γεφύρια. Τα βάθρα του είναι κτισμένα με πελεκητές πέτρες, με την εξωτερική επιφάνεια τους σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου, κατά το ανισόδομο σύστημα: Μια σειρά από πέτρες έχει μικρό ύψος και οι επόμενες δύο μεγάλο και το ίδιο ύψος, ώστε να σχηματίζονται οριζόντιοι αρμοί, με το ίδιο πάχος ανά δύο σειρές και διαφορετικό (μικρότερο) στην τρίτη σειρά. Στην τρίτη αυτή σειρά οι πέτρες έχουν μεγαλύτερο μήκος και λειτουργούν σαν ένα είδος συνδέσμου, όπως τα διαζώματα (σενάζια) στην τοιχοποιία. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι τεχνίτες που κατασκεύασαν το γεφύρι ήταν πολύ έμπειροι και το πρόσεξαν ιδιαίτερα. Το γεφύρι συνδέει ακόμα και σήμερα το χωριό με τα προς νότο βοσκοτόπια και, ιδίως, με το μεγάλος δάσος από δρυς που αρχίζει λίγο πιο πέρα από το γεφύρι και που είναι ένα από τα μεγαλύτερα στο ορεινό συγκρότημα του Βοΐου. Συνδέει ακόμα το Κοιλάδι με το διπλανό χωριό Ανθούσα. Παλιότερα υπήρχε νερόμυλος κοντά στο γεφύρι όπου οι κάτοικοι των γύρω χωριών άλεθαν τα γεννήματα τους.

Οι σημερινοί κάτοικοι του Κοιλαδίου ήρθαν πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μ.Ασία. Πριν το 1924 το χωριό κατοικούνταν από Ελληνόφωνους Μουσουλμάνους (εξισλαμισμένους Έλληνες) τους λεγόμενους Βαλαάδες. οι οποίοι έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Έτσι οι σημερινοί κάτοικοι δεν γνωρίζουν τίποτε για το ιστορικό της κατασκευής, του γεφυριού. Και οι γεροντότεροι κάτοικοι της διπλανής Άνθούσας, όμως, δε θυμούνται κάτι σχετικό εκτός από το γεγονός ότι το ρέμα στο σημείο εκείνο παλιότερα (προπολεμικά) έιχε πολύ περισσότερο νερό και ήταν τόπος όπου πήγαιναν το καλοκαίρι για μπάνιο. Διατυπώνουν την υπόθεση ότι το γεφύρι είναι του 19ου αιώνα ή και παλιότερο.

Υπάρχει όμως γραπτή μαρτυρία, στηριζόμενη σε προφορική παράδοση, ότι το γεφύρι κτίστηκε το 1905, από μαστόρους από το γειτονικό χωριό Πολυκάστανο. Ο συνταξιούχος δάσκαλος και συγγραφέας Αλέξανδρος Αδαμίδης έγραψε σε άρθρο του, (υπογραφόμενο με το ψευδώνυμο Βάσος Βέλος) την ιστορία του γεφυριού του Κοιλαδίου. στο περιοδικό “Βοϊακή Ζωή” το 1980, όπως του την διηγήθηκε ένας ηλικιωμένος μάστορας Πολυκαστανιώτης το 1954. Ο πατέρας αυτού του μάστορα ήταν ένας από τους κτίστες του γεφυριού του Κοιλαδίου. Αντιγράφουμε αυτούσια τη διήγηση όπως την απέδωσε η γλαφυρή πέννα του συγγραφέα :
“Στο Κοιλάδι, σύρριζα στα σπίτια του χωριού κυλά τα νερά του ένα χείμαρρος, που όταν βρέχει είναι αδιάβατος. Οι Τούρκοι Βαλαάδες του χωριού υπόφερναν πάρα πολύ, γιατί ούτε στα χωράφια τους μπορούσαν να πάνε, ούτε τα πρόβατα τους να περάσουν απέναντι να βοσκήσουν κι ούτε ξύλα να πάνε να κόψουν μπορούσαν. Το ποτάμι στέκονταν απέραστο εμπόδιο στις δουλειές τους. Στα χαμένα έφτιαχναν οι Βαλαάδες πρόχειρα ξύλινα γεφύρια. Το ποτάμι με την πρώτη κατεβασιά του παρέσερνε τα πάντα. Κι όσο οι Βαλαάδες έφτιαχναν ξύλογέφυρες λες κι άλλο τόσο πείσμωνε το ποτάμι. Είδαν κι από είδαν οι Βαλαάδες πως δουλειά δεν γίνεται με τις ξυλογέφυρες, πήγαν στο Πολυκάστανο, που είχε καλούς μαστόρους και συμφώνησαν να τους φτιάξουν ένα πέτρινο γεφύρι.
Οι μαστόροι ήρθαν στο Κοιλάδι, άνοιξαν στις δύο άκρες βαθιά θεμέλια και φώναξαν τους Βαλαάδες να θυσιάσουν κάποιο ζώο στα θεμέλιο, το γεφύρι να στεργιώσει. Οι Βαλαάδες δέχτηκαν να θυσιάσουν δυο-τρία κοκκόρια. Τους μαστόρους τους φάνηκε φτωχή η θυσία και τους είπαν:
– Αγάδις, μι πειτνάρια γιονφύρ’ δε στιργιών’. Γλήγορα θα πεσ’ κι θάχιτι πάλι τα Ίδια.
– Να σφάξουμι τότι κάνα πρόβατο.
Μα κι αυτό το θύμα τους φάνηκε φτωχό. Αυτοί είχαν βάλει
στο μάτι τους το τριομηνήτικο μοσχάρι του Χότζα κι είπαν στους Βαλαάδες:
– Αγάδις, ούτε θ’κό μας θέλημα είνι, ούτε θ’κό σας ποιο ζώο θα θυσιαστεί στα θεμέλια. Αυτό είναι απαίτηση του στοιχειού τον ποταμού κι αυτό θα μας πει, μόνο που θα πρέπει να περιμένουμε να βρέξει.
Κι οι μαστόροι στρογγυλοκάθισαν στο χωριό έτρωγαν κι έπιναν περιμένοντας να βρέξει… Και μια μέρα πον έβρεξε πάρα πολύ μαστόροι και Βαλαάδες κατέβηκαν στο ποτάμι, τέντωσαν τ’ αυτιά τους και περίμεναν ν’ ακούσουν την προτίμηση του στοιχειού. Το νερό κατρακυλούσε κύματα-κύματα και μούγκριζε και άφριζε στην ορμητική κατεβασιά του.
– Ακοΰτι, αγάδις, πώς μουγκρίζ’ του πουτάμ’; Μουσχάρ’γυρεύ’του στοιχειό να μερώσ’ και να στεργιωσ’ του γιουφύρ’.
Οι Βαλαάδες τέντωσαν κι αυτοί τ’ αντίο τους και τους φάνηκε πώς κάποιο μοσχάρι μούγκριζε στα θολόνερα τον ποταμού.
– Είστι τυχιροί που δε γύριψιν καμμιά χανονμ’ σα να θυσιάστι.
Τϊ να κάνουν οι Βαλαάδες δέχτηκαν να θυσιάσουν μοσχάρι τριομηνίτικο και τέτοιο είχε μόνον ο Χότζας. Ο Χότζας στεναχωρήθηκε μα το χαλάλισε για το καλό του χωριού. Οι μαστόροι θυσίασαν το μοσχάρι στα θεμέλια, το έψησαν στο φούρνο κι έτρωγαν δύο μέρες και σε είκοσι μέρες στήθηκε το γεφύρι, ένα πέτρινο μονότοξο γεφύρι, όπως τόσα άλλα, που ακόμα υπάρχουν.
Κι όταν έβρεξε πολύ οι Βαλαάδες ανέβηκαν στο κατάστρωμα του γεφυριού κάθισαν και χάζευαν χαρούμενοι το θολόνερο, που κατρακυλούσε, χωρίς να φοβούνται μια κι εξαγόρασαν το στοιχειό του ποταμού, με το μοσχάρι τον Χότζα.
Κι από τότε, από το 1905, μέχρι σήμερα το γεφύρι υπάρχει ανέγγιχτο απ’ το χρόνο κι εξυπηρετεί τους κατοίκους”.

Η παραπάνω αληθινή ιστορία, που συνέβη πριν 90 χρόνια, φανερώνει πως μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν διαδεδομένη η δοξασία του δια θυσίας εξευμενισμού, προκειμένου να στερεωθεί ένα γεφύρι. Αυτή ακριβώς τη δοξασία εκμεταλλεύονταν οι έμπειροι κτίστες, οι οποίοι γνώριζαν τις δυσκολίες κατά τη θεμελίωση και .την ανέγερση ενός γεφυριού. Οι δυσκολίες αυτές είχαν περισσότερο σχέση με τη θεμελίωση, την επιτυχία της οποίας οι μαστόροι, στην προκειμένη περίπτωση, προτίμησαν ν’ αποδώσουν στο στοιχειό του ποταμού, προκειμένου ν’ αποσπάσουν αυτό που ήθελαν από τους απλοϊκούς Βαλαάδες του Κοιλαδίου.

Λίγο πριν από την εκτύπωση του παρόντος, δημοσίευμα του προέδρου της κοινότητας Αγιάσματος Βοΐου (στην οποία ανήκει ο οικισμός Κοιλαδίου) Παύλου Τριανταφυλλίδη, στην εφημερίδα “Δυτική Μακεδονία” της Κοζάνης (αρ. φ. 2223/1-3-1996) επιβεβαιώνει τη χρονολόγηση του γεφυριού στις αρχές του παρόντα αιώνα. Αντιγράφουμε αυτούσιο απόσπασμα από το δημοσίευμα: “Η γέφυρα αυτή κτίστηκε το έτος 1910 από ντόπιους Πολυκαστανιώτες και Ζωνίτες μαστόρους μ’ επικεφαλής τον αρχιμάστορα Ευθύμιο Τσιγαρίδα. Για το κτίσιμο, της γέφυρας χρησιμοποιήθηκαν υλικά από τη γύρω περιοχή όπως ασβέστης από την τοποθεσία “Παλιοκούλια” Πολυκαστάνου. Η μεταφορά των υλικών έγινε με ζώα, όπως άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια και η πληρωμή με λίρες από τον τότε Μπέη της περιοχής”.

 2,970 total views,  1 views today