Ο ΤΑΦΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ – του Ιορδάνη Πουλκούρα

Πάντα υπάρχει ένα θεατρικό δρώμενο, πάντα δηλαδή κάποιοι υποδύονται, με κάποιο τρόπο, ρόλους και πάντα θα υπάρξει το πέρασμα από το απόλυτο σκοτάδι του τάφου, της άλλης πλευράς και η ένδοξη επιστροφή. Μα, θα μου πείτε, και θα έχετε δίκιο, θρησκείες, μυητικές τελετές! Όλα αυτά είναι απομεινάρια περασμένων εποχών. Τι δουλειά έχει ο άνθρωπος του 21ουαιώνα με αυτά; Απόλυτα σωστά! Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στο σήμερα. Εμείς, εσείς, όλα τα παιδιά της τεχνολογίας με τις απίστευτες σπουδές και τη στιβαρή ατσαλένια συγκρότηση, δεν παίζουμε ρόλους στην καθημερινότητά μας; Γνωρίζουμε ποιοι είμαστε; Η ίδια μας η εκπαίδευση, οι προσμονές και οι ελπίδες που μας φόρτωσαν, οι ελιγμοί που πρέπει να κάνουμε για να επιβιώσουμε, να γίνουμε αποδεκτοί και να ανελιχθούμε, δεν μας επέβαλαν ρόλους και άλλους ρόλους, μάσκες και προσωπεία, έτσι που – ίσως – έχουμε αρχίσει να ξεχνάμε, ή ακόμα και οριστικά λησμονήσει την πρώτη μας μορφή;
Υπάρχει ένα κομβικό και τραγικό, συνάμα, σημείο στην ψυχανάλυση. Ο ψυχαναλυόμενος πιστεύει ότι έχει συζητήσει τα πάντα, ότι έχει πει τα πάντα στον θεραπευτή. Στην πραγματικότητα, του έχει περιγράψει όλα όσα αποτελούσαν τις ασφαλείς εικόνες του που δικαιολογούν την ύπαρξή του. Οι κακοί άλλοι, ο άμοιρος εγώ, το αναπόφευκτο της ζωής… Και μετά; Μετά τελειώνουν οι υπεκφυγές και πρέπει να δεις το πραγματικό σου πρόβλημα. Τον εαυτό σου. Είναι μια στιγμή που πονάει φρικτά αλλά και μια διαδικασία λύτρωσης. Ξέρετε, αυτού του είδους οι διαπιστώσεις δεν είναι επινόηση της εποχής μας. Θυμάστε τον βιβλικό Ιακώβ; Ένα βράδυ ολόκληρο λέει η Βίβλος ότι πάλευε με έναν άγγελο. Στο τέλος τον νίκησε αλλά από αυτή την υπεράνθρωπη μονομαχία βγήκε σακατεμένος. Η ανταμοιβή του ήταν ότι αξιώθηκε να δει τη σκάλα που ενώνει τους κόσμους, τα ουράνια με τα γήινα, τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο.
Η ραβινική παράδοση λέει ότι ο μεγάλος εχθρός του, ο άγγελος, δεν ήταν άλλος από τον ίδιο του τον εαυτό. Σε σακατεύει ο αγώνας για να τον νικήσεις αλλά και σε λυτρώνει οριστικά. Αυτόν τον προαιώνιο εχθρό, το σκοτεινό και άγνωστό μας εγώ, αντιμετωπίζει η ψυχανάλυση. Με τον ίδιο εχθρό μάς διδάσκουν, κατά βάθος, να συγκρουστούμε και να συνδιαλαγούμε όλα τα μυστήρια. Και βέβαια, όλο αυτό δεν είναι κάτι παλιό και ξεπερασμένο που δεν έχει θέση στη μοντέρνα εποχή μας. Μας το αποδεικνύει η ίδια μας η καθημερινότητα. Κάθε γειτονιά έχει πλέον τον ψυχολόγο και τον ψυχίατρό της, κάθε συνοικία έχει μια ομάδα που ασκεί δραματοθεραπεία. Και συνεχώς ξεπηδούν νέες οργανώσεις, εσωτερικά τάγματα, ομάδες αυτοβελτίωσης και άλλα, και άλλα, και άλλα…
Η ανάγκη, η αγωνία που οδηγεί όλους σε τέτοιες αναζητήσεις είναι αρχέγονη και γι’ αυτό δεν μπορεί να την τιθασεύσει κανένα γυαλιστερό προϊόν του πολιτισμού μας. Αντίθετα, η παγκοσμιοποιημένη λαίλαπα μεγαλώνει την ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει σε μια ομάδα και να προσπαθεί να καταλάβει ποιος είναι και, κυρίως, να διαχειριστεί τον αρχετυπικό τρόπο. Το σκοτάδι και το θάνατο. Βλέπετε, ο άνθρωπος μοναδικός από τα άλλα ζώα, βιώνει μια αβάστακτη τραγωδία. Από τη στιγμή που θα αντιληφθεί τον εαυτό του, γνωρίζει το αναπόφευκτο τού επερχόμενου θανάτου του. Αύριο, σε δύο χρόνια, σε ένα μακρινό μέλλον, ό,τι και να έχει επιτύχει, ό,τι και να έχει δημιουργήσει, όσο απαραίτητος ή σπουδαίος και αν είναι, ο θάνατος είναι ο μοναδικός του προορισμός. Αφού λοιπόν είπαμε και τη μαγική λέξη «αρχετυπικός τρόμο», ας πάμε πίσω στο χρόνο για να υποθέσουμε πώς τον αντιμετώπιζαν οι μακρινοί μας πρόγονοι και πώς συνδυάζεται με τα σύμβολα του τίτλου της ομιλίας μας, τον τάφο και το θέατρο.
Η πρωτόγονη κοινωνία της τροφοσυλλεκτικής περιόδου, δεν είναι τίποτε άλλο από μια μεγάλη οικογένεια νομάδων. Ταύτισαν τον κύκλο της σελήνης με εκείνον της γυναίκας, που με μαγικό τρόπο χαρίζει νέα μέλη στη φυλή. Και αφού η μαγεία του κύκλου της ακολουθεί τον κύκλο της σελήνης, δεν μπορεί παρά στη γυναίκα και τη σελήνη να οφείλεται η θαυμαστή δύναμη, που κάνει πάντα τη γη να ξαναγεννιέται και τα δένδρα να καρπίζουν. Έτσι, μια γυναίκα ενσαρκώνει την πρώτη Θεά, τη Μεγάλη Μητέρα, που προσέχει τους ανθρώπους της και εγγυάται τη γονιμότητα και την αναγέννηση της Φύσης και της φυλής, με καινούργια βλαστάρια, καρπούς και γεννήματα. Είναι θεά σεληνιακή και ταυτόχρονα χθόνια, γιατί μέσα στη γη, στα σπλάχνα της, οι σπόροι θα πεθάνουν όταν κυριαρχήσει η παγωνιά. Αλλά από μέσα της θα ξεκινήσει και η αναγέννηση. Με τον ίδιο τρόπο θα φροντίσει και τα θνητά παιδιά της, τους ανθρώπους, που θα τα δεχθεί στοργικά μέσα στα σπλάχνα της την ώρα του θανάτου. Ιδού λοιπόν ο διπλός συμβολισμός, ταυτόχρονα γονιμικός αλλά και χθόνιος, θάνατος και αναγέννηση, μήτρα και τάφος συνάμα.
Οι γυναίκες μαζί με τα παιδιά συλλέγουν καρπούς όταν οι άνδρες λείπουν στο κυνήγι. Και κάποτε αντιλαμβάνονται πώς λειτουργεί η Φύση και επινοούν την καλλιέργεια. Κομβικής σπουδαιότητας ανακάλυψη στην πορεία του ανθρώπου, ο οποίος μέχρι τότε ζούσε κυνηγώντας και συλλέγοντας ό,τι εύρισκε περιπλανώμενος συνεχώς ως νομάδας σε αναζήτηση τροφής. Περιπλάνηση που συνοδευόταν με κακουχίες, πείνα και απώλεια, το θάνατο πολύτιμων συντρόφων. Η επινόηση της καλλιέργειας, λοιπόν, από τις γυναίκες και τα παιδιά βάζει τέλος σε αυτή την τραγωδία και σηματοδοτεί την ίδρυση των πρώτων σταθερών οικισμών, της πρώτης πόλης. Γι’ αυτό, σε όλες τις παραδόσεις, μια γυναίκα θεά και ένα παιδί φέρνουν και χαρίζουν το μυστικό της καλλιέργειας στους ανθρώπους. Θυμηθείτε για παράδειγμα τη Δήμητρα, την Μητέρα Γη, δηλαδή και τον μικρό Τριπτόλεμο.
Η ομάδα των γυναικών μαζί με εκείνη των παιδιών, μοιράζονται τη συντήρηση του οικισμού τους και την ευθύνη της καλλιέργειας. Οι μυητικοί τους θίασοι συνδιοργανώνουν τις εποχικές γιορτές, που ταυτίζονται με τα κυρίαρχα φαινόμενα, ηλιοστάσια και ισημερίες. Μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα συνδυάζουν το χαρμόσυνο μήνυμα της αναγέννησης της Φύσης, με την κορύφωση της τελετής της ενήβωσης. Του περάσματος του παιδιού στον κόσμο των μεγάλων. Ο σπόρος θα πεθάνει μέσα στη μήτρα γη και θα αναστηθεί-αναγεννηθεί διακηρύσσοντας ότι ο θάνατος νικήθηκε και ο νέος βλαστός το επιβεβαιώνει. Η Μεγάλη Μητέρα και το θείο βρέφος της, απεικονίζουν την κορύφωση αυτής της τελετής και ο φρεσκοκομμένος κλώνος παραμένει ο προστάτης όσων διήλθαν δια του μυστηριακού θανάτου.
Μεγάλη Μητέρα και θείο βρέφος, οι προστάτες των ανθρώπων, είναι μια εικόνα κοινή σε όλες τις θρησκείες που γεννήθηκαν γύρω από τη Μεσόγειο. Θυμηθείτε τον Ώρο και την Ίσιδα, τη Σεμέλη και τον Διόνυσο, τον Άττι και την Κυβέλη, την Μαρία και τον Ιησού. Χωρίς παρουσία πατέρα, μια χήρα (αφού χήρα την αρχαία εποχή ήταν η μητέρα που δεν έχει σύντροφο, που μεγαλώνει ένα παιδί χωρίς την παρουσία ή την ανάγκη παρουσίας ενός πατέρα), η οποία λατρευόταν μέσα σε υπόγεια σπήλαια, που η αρχαία ονομασία τους είναι χήραμις. Εφόσον είναι αρχόντισσα του θανάτου και της αναγέννησης, το φρεσκοκομμένο ιερό βλαστάρι θα προστατέψει τον αγαπημένο της στο ταξίδι του μέσα από τον άλλο κόσμο, για να επιστρέψει σώος. Θυμηθείτε τον Αινεία και τον χρυσό κλώνο που τον προστάτεψε για να διέλθει μέσα από τον Άδη. Δεν έχει σημασία αν είναι δρυς, δάφνη, φοίνικας ή ακακία. Μας ενδιαφέρει το σύμβολο και όχι η ονομασία.
Όλες οι σημαντικές αρχαίες τελετουργίες είχαν ένα ιερό χώρο μέσα στον οποίο τελούνταν. Και αυτός ήταν το αλώνι. Εκεί όπου ο αναγεννημένος από τη σήψη σπόρος καθαρίστηκε και έγινε τροφή, εκεί γίνονταν και οι ιεροπραξίες. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, από τη Βίβλο ότι στο αλώνι του Ατάδ σταμάτησε η πομπή που μετέφερε το σώμα του Ιακώβ και τον μοιρολόγησε για επτά ημέρες και αργότερα στο αλώνι του Ορνάν του Ιεβουσαίου, όπου ο Δαβίδ πρόσφερε θυσία για να σταματήσει ένας λιμός. Ακόμα και στις αρχές του 20ου αιώνα αναφέρεται ότι στη Συρία οι μεγάλες γιορτές, οι γάμοι και οι κηδείες γίνονταν σε αλώνια. Το ημικύκλιο ενός αλωνιού θα γίνει η θυμέλη, η ορχήστρα, και από αυτήν θα προέλθει η σκηνή του σύγχρονου θεάτρου. Γιατί το θέατρο γεννήθηκε μέσα από το μυητικό δρώμενο, όταν ο Πεισίστρατος, προκειμένου να επανενώσει το λαό του, επέτρεψε την επαναλειτουργία των Διονυσιακών μυστηρίων. Ο μυημένος Θέσπις μετέτρεψε το διθύραμβο σε δράμα, με τη θεατρική έννοια του όρου, και έγινε ο θεμελιωτής της τραγωδίας όταν το 534πΧ παρουσίασε το πρώτο έργο του στη διάρκεια των Μεγάλων Διονυσίων, δίπλα στο ναό του Βάκχου. Έτσι ο μυητικός θίασος παρουσιάστηκε δημόσια και χάρισε το όνομά του, «θίασος», στο θέατρο που ήταν προσιτό σε όλους. Μυημένοι, επίσης, στα μυστήρια ήταν και οι πρώτοι των τραγωδών, ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης.
Όμως κάπου εδώ νομίζω ότι πρέπει να σταματήσω, γιατί κινδυνεύω να πλατειάσω. Λοιπόν, τάφος και θέατρο! Εξαιρετικά περιληπτικά προσπάθησα να ανιχνεύσω, μέσα από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας, το αρχέτυπο όλων αυτών των συμβολισμών. Ο προαιώνιος φόβος του θανάτου και της ανυπαρξίας εκλογικεύεται ή διαπραγματεύεται μέσω της υπόσχεσης ότι, όπως συμβαίνει πάντα στη Φύση, παιδιά της Μητέρας Φύσης και εμείς θα οδηγηθούμε ως σπόροι δια του θανάτου, δια της σήψεως, στην αναγέννηση. Ο ανοιχτός τάφος δεν είναι παρά το σύμβολο της νίκης απέναντι στον προαιώνιο τρόμο που πρέπει επιτέλους να νικηθεί. Η θεατρική πράξη ήταν και είναι το απαραίτητο μέσον για να αρθούμε πάνω από την καθημερινότητά μας, πάνω από τον ίδιο μας τον εαυτό. Η σύγχρονη δραματοθεραπεία το γνωρίζει και το χρησιμοποιεί με επιτυχία. Όταν συμμετέχεις σε μια τελετουργία, όταν φοράς ένα προσωπείο ή μια μάσκα, δεν είσαι πλέον ο εαυτός σου με τα γνωστά του όρια, τις φοβίες ή και τις ανασφάλειές του, αλλά υιοθετείς, ενσωματώνεις τις ιδιότητες των συμβόλων που σε έχουν περιβάλλει, που σε έχουν καλύψει.
Όταν ο Θέσπις παρουσίασε το πρώτο του έργο, χρησιμοποίησε για τους «ηθοποιούς» του το αρχαίο είδος προσωπείου που είχαν και οι Τιτάνες όταν κατασπάρασσαν το θείο βρέφος Ζαγρέα, το «χρίσαι το πρόσωπο ψιμυθίω». Είχαν δηλαδή καλυμμένα με γύψο και λάσπη (τρυγία, λάσπη του κρασιού) το πρόσωπο και το σώμα τους. Καλυμμένοι με λάσπη, οι μυούμενοι δεν  ήταν πλέον τα φτωχά θνητά πλάσματα αλλά τα παιδιά της γης, οι χθόνιοι Τιτάνες. Η μετάληψη της σάρκας και του αίματος του θείου Ζαγρέα και η ένωση-καθαρμός μέσα από τη φωτιά, τους μετέτρεπε στο πλάσμα που ένωνε τον χθόνιο και τον ουράνιο κόσμο. Σε μύστη. Βγαίνοντας το θέατρο από τη μυστικότητα του λατρευτικού, γέννησε την τραγωδία με σκοπό ακριβώς, όπως λέει και ο Αριστοτέλης, μέσα από το δρώμενο να επιφέρει τελικά την κάθαρση. Και έτσι φθάνουμε στο σήμερα. Πόσο ξεπερασμένα ακούγονται όλα ετούτα για τον σημερινό άνθρωπο; Η τραγωδία της αναμονής του αναπόφευκτου τέλους, ο τρόμος της απώλειας της εικόνας που έχουμε πλάσει για τον εαυτό μας, της απόλυτης ανυπαρξίας όσων αγαπήσαμε, όσων υπήρξαμε, όσων επιλέξαμε να μας περιβάλλουν, στοιχειώνει κρυφά ή φανερά την ύπαρξή μας.
Οφείλουμε στον εαυτό μας να κατανοήσουμε, να πολεμήσουμε και να κατακτήσουμε το σκοτάδι. Οφείλουμε τουλάχιστον να προσπαθήσουμε, ζώντας ως μαχητές και όχι ως μοιραίοι αναμένοντες. Ο δρόμος του Ηρακλή, του Οδυσσέα, του Αινεία μέσα από τον Άδη και πάλι επιστροφή πίσω στο φως, είναι συγκεκριμένος. Τίποτα θνητό δεν ζει για πάντα και ολόκληρη η Φύση βροντοφωνάζει ότι δια της σήψεως αναγεννιέται. Αλλά εμείς δεν ακούμε. Ας επιλέξουμε το αλώνι μας, μαρμαρένιο ή χωμάτινο, δεν έχει σημασία και εκεί ας καλωσορίσουμε το σκοτεινό εγώ μας.
Και κλείνουμε με το θέατρο, αγαπημένοι μου συνάδελφοι θεατρίνοι και ηθοποιοί. Όλοι μας παίζουμε πολλούς ρόλους. Ρόλους που διδαχθήκαμε για να αντιμετωπίζουμε με επιτυχία τις αντιξοότητες, ρόλους που επινοήσαμε για να κερδίζουμε συναισθηματικά οφέλη, ρόλους που επιβλήθηκαν για να επιτυγχάνουμε επαγγελματικούς στόχους. Μάσκες και προσωπεία, αλληλεπικαλυπτόμενα, που στο τέλος καταθάβουν στη λησμονιά την αληθινή μορφή της ύπαρξής μας. Ποιοι είμαστε, στ’ αλήθεια, πίσω από όλες αυτές τις μάσκες. Μπορεί να το θυμηθεί κανείς;
ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ! Και ποιο είναι το μονοπάτι που οδηγεί προς τα εκεί; Χρόνια πριν είχαν ζητήσει κάποιοι γνωστοί από έναν σούφι να τους υποδείξει το δρόμο. Εκείνος είπε ότι, «θα υποδυθώ ότι υποδεικνύω μια οδό, ελπίζοντας ότι εσείς τελικά θα την ανακαλύψετε». Δεν έχω μάθει αν βρήκαν τελικά τίποτα. Όμως θυμάμαι ότι κάπου ανέφερα πως σε ένα τελετουργικό, καλυπτόμενος πίσω από μια μάσκα, υιοθετείς ασυνείδητα τις ιδιότητές της. Επίσης θυμάμαι, περίπου 25 χρόνια πίσω στο χρόνο, όταν παρακολουθούσα ένα μάθημα χαλάρωσης της εποχής εκείνης. Ο δάσκαλος υποδείκνυε τη διαδικασία της κατάβασης. Ξέρετε. Αντίστροφη μέτρηση και μετά να προσπαθήσεις να σταθείς στη σιγή του εαυτού σου, χωρίς να παρασύρεσαι από σκέψεις, εικόνες και ήχους που γεννά το μυαλό. «Και τι θα κάνω, αν δεν μπορώ να αδειάσω το μυαλό μου;», ρώτησε ένας μαθητής. «Θα υποδυθείς ότι δεν βλέπεις και δεν ακούς τίποτα», απάντησε ο δάσκαλος, «και σιγά-σιγά θα γίνει έτσι». Τι είπαν όλοι αυτοί εν ολίγοις;
Υποδυόμαστε ότι κατέχουμε μια επιθυμητή κατάσταση και, τελικά, κάποια στιγμή, μπορεί να είμαστε αυτή η κατάσταση. Δεν ξέρω αν είχα καλούς δασκάλους, γιατί εγώ ήμουν ένας τεμπέλης μαθητής και πάντα κοπανατζής. Όμως και ο δρόμος του διαλογισμού μας οδηγεί μέσω ενός ευγενέστερου, ιδανικότερου προσωπείου να πετάξουμε σταδιακά, μία-μία τις μάσκες που μας συγκρότησαν, ξεφλουδίζοντας σαν κρεμμύδι την ύπαρξή μας. Όταν δεν υπάρξει πια προσωπείο, όταν δεν υπάρξει πια σκηνή ούτε ρόλος, όταν δεν υπάρχει δάσκαλος και αναζητητής, τότε ίσως υπάρχει μόνο η πρώτη αιτία. Και εκεί δεν χρειάζεται να υποδύεται κανείς πια. Γιατί απλά ΕΙΝΑΙ.

 2,477 total views,  1 views today

Αφήστε μια απάντηση